στρογγύλωμα

στρογγύλωμα
το, ΝΑ [στρογγυλῶ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα
αρχ.
(για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρογγύλωμα — pillow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίκωσις — κρίκωσις, ἡ (Μ) [κρικούμαι] 1. το να κάνει κανείς κάτι στρογγυλό, σαν κρίκο, στρογγύλωμα, στρογγύλωση 2. ασφάλιση με κρίκο …   Dictionary of Greek

  • ԿԾԻԿ — (կծկի կամ կծկան.) NBH 1 1102 Chronological Sequence: Early classical, 5c գ. στρογγύλωμα glomeratio, globus. Պատատ կամ փաթոյթ. գիտակ ʼի մազոյ, ʼի թելոյ. կծիկ. ... *Լեարդ այծեաց, եւ կծիկ մազոյ եդ ʼի սնարէ. ՟Ա. Թագ. ՟Ժ՟Թ. 13: *Լեարդ այծից, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”